lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εργατικός στα πορτογαλικά

Λέξη:
εργατικός (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (16):
acérrimo, aplicado, assíduo, cobiçoso, diligente, esforçado, esmerado, estudioso, fervoroso, laborioso, sedento, sequioso, solícito, trabalhador, urgente, ávido
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά εργατικός, εργατικόσ συνώνυμο, εργατικός τουρισμός, εργατικός οδηγός επιχείρησης 2013, εργατικός οδηγός επιχείρησης, εργατικός νόμος, εργατικός στα πορτογαλικά, acérrimo στα ελληνικά
εργατικός στα πορτογαλικά