lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εργατικός στα τσεχική

Λέξη:
εργατικός (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (26):
akutní, bezodkladný, dychtivý, horlivý, lačný, naléhavý, nenasytný, neodkladný, neúnavný, nutkavý, nutný, pilný, planoucí, pracný, pracovitý, přičinlivý, snaživý, urgentní, usilovný, vroucný, vytrvalý, vášnivý, zanícený, žhavý, žhoucí, žádostivý
Σχετικές λέξεις:
τσεχική εργατικός, εργατικόσ συνώνυμο, εργατικός τουρισμός, εργατικός οδηγός επιχείρησης 2013, εργατικός οδηγός επιχείρησης, εργατικός νόμος, εργατικός στα τσεχική, akutní στα ελληνικά
εργατικός στα τσεχική