lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εργατικός στα ουκρανικά

Λέξη:
εργατικός (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (28):
безпосередній, близький, впертий, завзятий, запопадливий, кидатися, кинутися, линути, миттєвий, мчати, мчатися, настирливий, настійний, натиск, натиснення, невідкладний, негайний, поквапливий, помчати, ревний, ретельний, спішний, старанний, строковий, терміновий, черговий, шелестіти, щедрий
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά εργατικός, εργατικόσ συνώνυμο, εργατικός τουρισμός, εργατικός οδηγός επιχείρησης 2013, εργατικός οδηγός επιχείρησης, εργατικός νόμος, εργατικός στα ουκρανικά, безпосередній στα ελληνικά
εργατικός στα ουκρανικά