lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εργατικός στα νορβηγικά

Λέξη:
εργατικός (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-νορβηγικά
Μεταφράσεις (10):
begjærlig, flittig, ivrig, nidkjær, akutt, arbeidsom, innstendig, inntrengende, presserende, utholdende
Σχετικές λέξεις:
νορβηγικά εργατικός, εργατικόσ συνώνυμο, εργατικός τουρισμός, εργατικός οδηγός επιχείρησης 2013, εργατικός οδηγός επιχείρησης, εργατικός νόμος, εργατικός στα νορβηγικά, begjærlig στα ελληνικά
εργατικός στα νορβηγικά