δοκιμάζω στα αγγλικά δοκιμάζω στα τσεχική δοκιμάζω στα δανική δοκιμάζω στα ισπανικά δοκιμάζω στα γαλλικά δοκιμάζω στα ιταλικά δοκιμάζω στα νορβηγικά δοκιμάζω στα ρωσικά δοκιμάζω στα σουηδικά δοκιμάζω στα αλβανικά δοκιμάζω στα βουλγαρικά δοκιμάζω στα λευκορωσίας δοκιμάζω στα εσθονική δοκιμάζω στα φινλανδικά δοκιμάζω στα κροατικά δοκιμάζω στα ουγγρική δοκιμάζω στα λιθουανική δοκιμάζω στα πορτογαλικά δοκιμάζω στα ουκρανικά δοκιμάζω στα πολωνική δοκιμάζω στα σλοβακική δοκιμάζω στα σλοβενική
βεβαιώνω στα τσεχική χορός στα ουκρανικά ανεπαρκής στα πολωνική βροχερός στα ουκρανικά νύφη στα αγγλικά
χορός βικιλεξικο βεβαιώνω ότι νύφη γιώργου παπανδρέου ανεπαρκής συνώνυμο