lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δοκιμάζω στα φινλανδικά

Λέξη:
δοκιμάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-φινλανδικά
Μεταφράσεις (23):
elämys, esikuva, esimerkki, essee, harjoitus, kaava, koe, koetella, koettaa, koettelemus, koetus, kokea, kokeilla, malli, näyte, tavaranäyte, testi, toistaminen, tutkinto, tyyppi, vakio, yrittää, yritys
Σχετικές λέξεις:
φινλανδικά δοκιμάζω, δοκιμάζω συνώνυμα, δοκιμάζω συνωνυμο, δοκιμάζω κουρέματα, δοκιμάζω στα φινλανδικά, elämys στα ελληνικά
δοκιμάζω στα φινλανδικά