lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δοκιμάζω στα πολωνική

Λέξη:
δοκιμάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-πολωνική
Μεταφράσεις (7):
doświadczać, próba, próbka, próbować, spróbować, wypróbować, wzór
Σχετικές λέξεις:
πολωνική δοκιμάζω, δοκιμάζω συνώνυμα, δοκιμάζω συνωνυμο, δοκιμάζω κουρέματα, δοκιμάζω στα πολωνική, doświadczać στα ελληνικά
δοκιμάζω στα πολωνική