lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δοκιμάζω στα λευκορωσίας

Λέξη:
δοκιμάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (10):
выпрабоўванне, даследаваць, зазнаваць, зведваць, прабаваць, пробаваць, рэпетыцыя, спроба, узор, іспытваць
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας δοκιμάζω, δοκιμάζω συνώνυμα, δοκιμάζω συνωνυμο, δοκιμάζω κουρέματα, δοκιμάζω στα λευκορωσίας, выпрабоўванне στα ελληνικά
δοκιμάζω στα λευκορωσίας