lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δοκιμάζω στα σουηδικά

Λέξη:
δοκιμάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (19):
avprova, design, exemplet, experimentera, förebild, föredöme, försök, försöka, ideal, mode, mönster, probera, prov, prova, pröva, prövning, repetition, smaka, sätt
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά δοκιμάζω, δοκιμάζω συνώνυμα, δοκιμάζω συνωνυμο, δοκιμάζω κουρέματα, δοκιμάζω στα σουηδικά, avprova στα ελληνικά
δοκιμάζω στα σουηδικά