lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πρόσβαση στα αγγλικά

Λέξη:
πρόσβαση (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-αγγλικά
Μεταφράσεις (21):
access, accession, approach, assault, attack, attempt, bout, fit, foray, heist, hold-up, incursion, inroad, invasion, jag, mugging, offensive, onset, onslaught, raid, robbery
Σχετικές λέξεις:
αγγλικά πρόσβαση, πρόσβαση φροντιστήριο, πρόσβαση συνώνυμο, πρόσβαση στο πεδίο έρευνας, πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, πρόσβαση στα διοικητικά έγγραφα, πρόσβαση στα αγγλικά, access στα ελληνικά
πρόσβαση στα αγγλικά