lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σκίζω στα πορτογαλικά

Λέξη:
σκίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (18):
colher, desgarrar, desligar, destacar, dilacerar, distrair, divertir, entreter, fremir, puxar, rasgar, romper, sacar, tirar, tiritar, torturar, tremer, vibrar
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά σκίζω, σκίζω τη γάτα, σκίζω τα ρούχα μου, σκίζω συνώνυμα, σκίζω στα αγγλικά, σκίζω ρίζω το λεμόνι, σκίζω στα πορτογαλικά, colher στα ελληνικά
σκίζω στα πορτογαλικά