lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αντέχω στα ρωσικά

Λέξη:
αντέχω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (11):
выдержать, выдерживать, выстрадать, вытерпеть, перестрадать, потерпеть, противостоять, сносить, страдать, терпеть, упразднять
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά αντέχω, αντέχω τάνια κικίδη στιχοι, αντέχω συνώνυμα, αντέχω στίχοι, αντέχω πολύ, αντέχω παπακωνσταντίνου, αντέχω στα ρωσικά, выдержать στα ελληνικά
αντέχω στα ρωσικά