lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αντέχω στα ισπανικά

Λέξη:
αντέχω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ισπανικά
Μεταφράσεις (23):
abolir, abrogar, aguantar, anular, bajar, cancelar, comportar, consentir, derogar, digerir, doler, dolor, durar, enjugar, gastar, padecer, pena, penar, resistir, soportar, sufrir, suprimir, tolerar
Σχετικές λέξεις:
ισπανικά αντέχω, αντέχω τάνια κικίδη στιχοι, αντέχω συνώνυμα, αντέχω στίχοι, αντέχω πολύ, αντέχω παπακωνσταντίνου, αντέχω στα ισπανικά, abolir στα ελληνικά
αντέχω στα ισπανικά