lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αντέχω στα ουκρανικά

Λέξη:
αντέχω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (25):
ведмідь, винести, виносити, витерпіти, витримати, витримувати, зазнавати, зазнати, засідати, нести, носити, перебувати, перебудьте, перенести, переносити, посидьте, постраждати, потерпати, родити, сидіти, спекулянт, страждайте, страждати, сісти, уродити
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά αντέχω, αντέχω τάνια κικίδη στιχοι, αντέχω συνώνυμα, αντέχω στίχοι, αντέχω πολύ, αντέχω παπακωνσταντίνου, αντέχω στα ουκρανικά, ведмідь στα ελληνικά
αντέχω στα ουκρανικά