lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αντέχω στα σουηδικά

Λέξη:
αντέχω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (17):
annullera, avskaffa, bestå, bära, fordra, fördraga, hålla, inställa, lida, ont, pina, tåla, upphäva, uthärda, utstå, värk, värka
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά αντέχω, αντέχω τάνια κικίδη στιχοι, αντέχω συνώνυμα, αντέχω στίχοι, αντέχω πολύ, αντέχω παπακωνσταντίνου, αντέχω στα σουηδικά, annullera στα ελληνικά
αντέχω στα σουηδικά