lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μένω στα ιταλικά

Λέξη:
μένω (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (15):
abitare, alloggiare, campare, dimorare, divenire, diventare, esistere, mantenere, restare, rimanere, risiedere, ritenere, stare, tenere, vivere
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά μένω, μένω σε κάποια γειτονιά στίχοι, μένω σε κάποια γειτονιά, μένω κι επιμένω - γιάννης πλούταρχος, μένω ενεός, μένω εκτός στίχοι, μένω στα ιταλικά, abitare στα ελληνικά
μένω στα ιταλικά