lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δίψα στα τσεχική

Λέξη:
δίψα (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (8):
chtivost, chuť, přání, touha, tužba, žádost, žádostivost, žízeň
Σχετικές λέξεις:
τσεχική δίψα, δίψα στην εγκυμοσύνη, δίψα στίχοι, δίψα ονειροκρίτης, δίψα και εγκυμοσύνη, δίψα εγκυμοσύνη, δίψα στα τσεχική, chtivost στα ελληνικά
δίψα στα τσεχική