lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δίψα στα σουηδικά

Λέξη:
δίψα (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (3):
åtrå, önskemål, törst
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά δίψα, δίψα στην εγκυμοσύνη, δίψα στίχοι, δίψα ονειροκρίτης, δίψα και εγκυμοσύνη, δίψα εγκυμοσύνη, δίψα στα σουηδικά, åtrå στα ελληνικά
δίψα στα σουηδικά