lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δίψα στα λιθουανική

Λέξη:
δίψα (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-λιθουανική
Μεταφράσεις (2):
noras, troškulys
Σχετικές λέξεις:
λιθουανική δίψα, δίψα στην εγκυμοσύνη, δίψα στίχοι, δίψα ονειροκρίτης, δίψα και εγκυμοσύνη, δίψα εγκυμοσύνη, δίψα στα λιθουανική, noras στα ελληνικά
δίψα στα λιθουανική