lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δίψα στα ουκρανικά

Λέξη:
δίψα (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (2):
жага, спрага
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά δίψα, δίψα στην εγκυμοσύνη, δίψα στίχοι, δίψα ονειροκρίτης, δίψα και εγκυμοσύνη, δίψα εγκυμοσύνη, δίψα στα ουκρανικά, жага στα ελληνικά
δίψα στα ουκρανικά