lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δίψα στα φινλανδικά

Λέξη:
δίψα (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-φινλανδικά
Μεταφράσεις (5):
halu, himo, jano, toive, toivomus
Σχετικές λέξεις:
φινλανδικά δίψα, δίψα στην εγκυμοσύνη, δίψα στίχοι, δίψα ονειροκρίτης, δίψα και εγκυμοσύνη, δίψα εγκυμοσύνη, δίψα στα φινλανδικά, halu στα ελληνικά
δίψα στα φινλανδικά