lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δαγκώνω στα τσεχική

Λέξη:
δαγκώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (27):
bodnutí, brát, hlodat, hryzat, hrýzt, kousat, kousnout, kousnutí, leptat, ohlodávat, ohryzat, ohryzávat, okousat, okusovat, oštipovat, pokousat, poštípat, prožrat, pálit, píchat, píchnout, píchnutí, rozežírat, uštknout, uštknutí, štípat, štípnout
Σχετικές λέξεις:
τσεχική δαγκώνω, τον δαγκώνω, δαγκώνω τη λαμαρίνα, δαγκώνω τη γλώσσα μου, δαγκώνω τα χείλη, δαγκώνω στα γαλλικά, δαγκώνω στα τσεχική, bodnutí στα ελληνικά
δαγκώνω στα τσεχική