lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ευνοϊκός στα αγγλικά

Λέξη:
ευνοϊκός (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-αγγλικά
Μεταφράσεις (7):
advantageous, beneficial, expedient, favourable, fetching, gainful, profitable
Σχετικές λέξεις:
αγγλικά ευνοϊκός, ευνοϊκός συνώνυμο, ευνοϊκός αντίθετο, ευνοϊκός αντίθετα, ευνοϊκός στα αγγλικά, advantageous στα ελληνικά
ευνοϊκός στα αγγλικά