lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ευνοϊκός στα πορτογαλικά

Λέξη:
ευνοϊκός (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (5):
favorável, frutífero, lucrativo, propício, vantajoso
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά ευνοϊκός, ευνοϊκός συνώνυμο, ευνοϊκός αντίθετο, ευνοϊκός αντίθετα, ευνοϊκός στα πορτογαλικά, favorável στα ελληνικά
ευνοϊκός στα πορτογαλικά