lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ευνοϊκός στα ουκρανικά

Λέξη:
ευνοϊκός (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (8):
благотворний, вигідний, доходний, оплачуваний, платний, прибутковий, рентабельний, цілющий
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά ευνοϊκός, ευνοϊκός συνώνυμο, ευνοϊκός αντίθετο, ευνοϊκός αντίθετα, ευνοϊκός στα ουκρανικά, благотворний στα ελληνικά
ευνοϊκός στα ουκρανικά