lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

άσυλο στα βουλγαρικά

Λέξη:
άσυλο (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-βουλγαρικά
Μεταφράσεις (3):
подслон, убежище, пристанище
Σχετικές λέξεις:
βουλγαρικά άσυλο, άσυλο του παιδιού παιδικός σταθμός, άσυλο του παιδιού θεσσαλονίκη, άσυλο του παιδιού, άσυλο της αγίας αικατερίνης, άσυλο κατοικίας, άσυλο στα βουλγαρικά, подслон στα ελληνικά
άσυλο στα βουλγαρικά