lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

άσυλο στα ιταλικά

Λέξη:
άσυλο (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (8):
asilo, ospizio, ricovero, alloggio, coperto, rifugio, riparo, salvagente
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά άσυλο, άσυλο του παιδιού παιδικός σταθμός, άσυλο του παιδιού θεσσαλονίκη, άσυλο του παιδιού, άσυλο της αγίας αικατερίνης, άσυλο κατοικίας, άσυλο στα ιταλικά, asilo στα ελληνικά
άσυλο στα ιταλικά