lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

άσυλο στα γερμανικά

Λέξη:
άσυλο (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (10):
asyl, hort, obdach, schutz, schutzhütte, unterkunft, unterstand, wohnheim, zuflucht, zufluchtsstätte
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά άσυλο, άσυλο του παιδιού παιδικός σταθμός, άσυλο του παιδιού θεσσαλονίκη, άσυλο του παιδιού, άσυλο της αγίας αικατερίνης, άσυλο κατοικίας, άσυλο στα γερμανικά, asyl στα ελληνικά
άσυλο στα γερμανικά