lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

άσυλο στα ουκρανικά

Λέξη:
άσυλο (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (28):
вкриття, гавань, житло, захисток, заховати, заховувати, канделябр, кредит, нора, переховати, позика, порт, поховати, приміщення, пристосування, притулок, приховати, приховувати, розквартирування, святилище, сховати, сховатися, сховище, тент, укриття, ховати, ховатися, цитадель
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά άσυλο, άσυλο του παιδιού παιδικός σταθμός, άσυλο του παιδιού θεσσαλονίκη, άσυλο του παιδιού, άσυλο της αγίας αικατερίνης, άσυλο κατοικίας, άσυλο στα ουκρανικά, вкриття στα ελληνικά
άσυλο στα ουκρανικά