lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

άσυλο στα ρωσικά

Λέξη:
άσυλο (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (6):
пристанище, убежище, богадельня, приют, прибежище, укрытие
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά άσυλο, άσυλο του παιδιού παιδικός σταθμός, άσυλο του παιδιού θεσσαλονίκη, άσυλο του παιδιού, άσυλο της αγίας αικατερίνης, άσυλο κατοικίας, άσυλο στα ρωσικά, пристанище στα ελληνικά
άσυλο στα ρωσικά