lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

άσυλο στα φινλανδικά

Λέξη:
άσυλο (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-φινλανδικά
Μεταφράσεις (4):
turvakoti, suojapaikka, suoja, turva
Σχετικές λέξεις:
φινλανδικά άσυλο, άσυλο του παιδιού παιδικός σταθμός, άσυλο του παιδιού θεσσαλονίκη, άσυλο του παιδιού, άσυλο της αγίας αικατερίνης, άσυλο κατοικίας, άσυλο στα φινλανδικά, turvakoti στα ελληνικά
άσυλο στα φινλανδικά