lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ναρκωτικό στα βουλγαρικά

Λέξη:
ναρκωτικό (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-βουλγαρικά
Μεταφράσεις (2):
лекарство, медицина
Σχετικές λέξεις:
βουλγαρικά ναρκωτικό, ναρκωτικό σίσα, ναρκωτικό μιάου, ναρκωτικό κηατ, ναρκωτικό κανιβαλισμόσ, ναρκωτικό ετυμολογία, ναρκωτικό στα βουλγαρικά, лекарство στα ελληνικά
ναρκωτικό στα βουλγαρικά