lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ναρκωτικό στα λευκορωσίας

Λέξη:
ναρκωτικό (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (3):
лякарства, пякарства, наркотык
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας ναρκωτικό, ναρκωτικό σίσα, ναρκωτικό μιάου, ναρκωτικό κηατ, ναρκωτικό κανιβαλισμόσ, ναρκωτικό ετυμολογία, ναρκωτικό στα λευκορωσίας, лякарства στα ελληνικά
ναρκωτικό στα λευκορωσίας