lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ναρκωτικό στα νορβηγικά

Λέξη:
ναρκωτικό (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-νορβηγικά
Μεταφράσεις (10):
avhjelpe, botemiddel, helbredelse, legemiddel, medikament, medisin, oppreisning, dop, narkotikum, stoff
Σχετικές λέξεις:
νορβηγικά ναρκωτικό, ναρκωτικό σίσα, ναρκωτικό μιάου, ναρκωτικό κηατ, ναρκωτικό κανιβαλισμόσ, ναρκωτικό ετυμολογία, ναρκωτικό στα νορβηγικά, avhjelpe στα ελληνικά
ναρκωτικό στα νορβηγικά