lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ναρκωτικό στα τσεχική

Λέξη:
ναρκωτικό (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (10):
lék, lékařství, medicína, náprava, prostředek, droga, narkotický, narkotikum, omamný, uspávací
Σχετικές λέξεις:
τσεχική ναρκωτικό, ναρκωτικό σίσα, ναρκωτικό μιάου, ναρκωτικό κηατ, ναρκωτικό κανιβαλισμόσ, ναρκωτικό ετυμολογία, ναρκωτικό στα τσεχική, lék στα ελληνικά
ναρκωτικό στα τσεχική