lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ναρκωτικό στα δανική

Λέξη:
ναρκωτικό (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (7):
bodemiddel, helbredelse, lægevidenskab, legemiddel, medikament, dop, narkotikum
Σχετικές λέξεις:
δανική ναρκωτικό, ναρκωτικό σίσα, ναρκωτικό μιάου, ναρκωτικό κηατ, ναρκωτικό κανιβαλισμόσ, ναρκωτικό ετυμολογία, ναρκωτικό στα δανική, bodemiddel στα ελληνικά
ναρκωτικό στα δανική