lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ναρκωτικό στα γερμανικά

Λέξη:
ναρκωτικό (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (7):
abhilfe, arznei, medikament, medizin, droge, narkotikum, rauschgift
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά ναρκωτικό, ναρκωτικό σίσα, ναρκωτικό μιάου, ναρκωτικό κηατ, ναρκωτικό κανιβαλισμόσ, ναρκωτικό ετυμολογία, ναρκωτικό στα γερμανικά, abhilfe στα ελληνικά
ναρκωτικό στα γερμανικά