lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δαγκώνω στα γερμανικά

Λέξη:
δαγκώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (11):
beißen, biss, gebissen, kauen, knabbern, knacken, krabbeln, nagen, stechen, stich, zerkauen
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά δαγκώνω, τον δαγκώνω, δαγκώνω τη λαμαρίνα, δαγκώνω τη γλώσσα μου, δαγκώνω τα χείλη, δαγκώνω στα γαλλικά, δαγκώνω στα γερμανικά, beißen στα ελληνικά
δαγκώνω στα γερμανικά