lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δαγκώνω στα ουκρανικά

Λέξη:
δαγκώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (6):
гризніть, гризти, точити, жало, кусати, укус
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά δαγκώνω, τον δαγκώνω, δαγκώνω τη λαμαρίνα, δαγκώνω τη γλώσσα μου, δαγκώνω τα χείλη, δαγκώνω στα γαλλικά, δαγκώνω στα ουκρανικά, гризніть στα ελληνικά
δαγκώνω στα ουκρανικά