lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δαγκώνω στα ιταλικά

Λέξη:
δαγκώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (9):
abboccare, addentare, azzannare, mangiucchiare, mordere, morsicare, rosicchiare, addentatura, morso
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά δαγκώνω, τον δαγκώνω, δαγκώνω τη λαμαρίνα, δαγκώνω τη γλώσσα μου, δαγκώνω τα χείλη, δαγκώνω στα γαλλικά, δαγκώνω στα ιταλικά, abboccare στα ελληνικά
δαγκώνω στα ιταλικά