lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δαγκώνω στα φινλανδικά

Λέξη:
δαγκώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-φινλανδικά
Μεταφράσεις (9):
haukata, hivuttaa, jäytää, jyrsiä, kalvaa, nakertaa, puraista, purra, purema
Σχετικές λέξεις:
φινλανδικά δαγκώνω, τον δαγκώνω, δαγκώνω τη λαμαρίνα, δαγκώνω τη γλώσσα μου, δαγκώνω τα χείλη, δαγκώνω στα γαλλικά, δαγκώνω στα φινλανδικά, haukata στα ελληνικά
δαγκώνω στα φινλανδικά