lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

φτιάχνω στα γαλλικά

Λέξη:
φτιάχνω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-γαλλικά
Μεταφράσεις (27):
avérer, bâtir, caréner, combiner, compenser, corriger, dépanner, déterminer, fixer, raccommoder, raccoutrer, radouber, rafistoler, rajuster, ramender, ramener, rapiécer, rempiéter, repiquer, repriser, repérer, retaper, rhabiller, régénérer, réparer, stabiliser, établir
Σχετικές λέξεις:
γαλλικά φτιάχνω, φτιάχνω τυρί, φτιάχνω σαπούνι μόνος μου, φτιάχνω σαπούνι, φτιάχνω προζύμι, φτιάχνω μόνος μου καλλυντικά, φτιάχνω στα γαλλικά, avérer στα ελληνικά
φτιάχνω στα γαλλικά