lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

φτιάχνω στα ιταλικά

Λέξη:
φτιάχνω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (13):
accomodare, aggiustare, combinare, correggere, determinare, emendare, fissare, fondare, rammendare, rattoppare, rimediare, riparare, stabilire
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά φτιάχνω, φτιάχνω τυρί, φτιάχνω σαπούνι μόνος μου, φτιάχνω σαπούνι, φτιάχνω προζύμι, φτιάχνω μόνος μου καλλυντικά, φτιάχνω στα ιταλικά, accomodare στα ελληνικά
φτιάχνω στα ιταλικά