lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

φτιάχνω στα πορτογαλικά

Λέξη:
φτιάχνω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (13):
acordar, consertar, definir, designar, determinar, edificar, fixar, instaurar, instituir, moralizar, remendar, reparar, restaurar
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά φτιάχνω, φτιάχνω τυρί, φτιάχνω σαπούνι μόνος μου, φτιάχνω σαπούνι, φτιάχνω προζύμι, φτιάχνω μόνος μου καλλυντικά, φτιάχνω στα πορτογαλικά, acordar στα ελληνικά
φτιάχνω στα πορτογαλικά