lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

φτιάχνω στα γερμανικά

Λέξη:
φτιάχνω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (13):
abmachen, ausbessern, ausmachen, befestigen, begründen, bestimmen, ermitteln, festsetzen, fixieren, reparieren, stabilisieren, wiedergutmachen, wiederherstellen
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά φτιάχνω, φτιάχνω τυρί, φτιάχνω σαπούνι μόνος μου, φτιάχνω σαπούνι, φτιάχνω προζύμι, φτιάχνω μόνος μου καλλυντικά, φτιάχνω στα γερμανικά, abmachen στα ελληνικά
φτιάχνω στα γερμανικά