lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

φτιάχνω στα φινλανδικά

Λέξη:
φτιάχνω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-φινλανδικά
Μεταφράσεις (5):
asettaa, kiinnittää, määrätä, määritellä, perustaa
Σχετικές λέξεις:
φινλανδικά φτιάχνω, φτιάχνω τυρί, φτιάχνω σαπούνι μόνος μου, φτιάχνω σαπούνι, φτιάχνω προζύμι, φτιάχνω μόνος μου καλλυντικά, φτιάχνω στα φινλανδικά, asettaa στα ελληνικά
φτιάχνω στα φινλανδικά