lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

φτιάχνω στα ρωσικά

Λέξη:
φτιάχνω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (8):
исправлять, налаживать, ремонтировать, чинить, обусловливать, определять, уплотнять, устанавливать
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά φτιάχνω, φτιάχνω τυρί, φτιάχνω σαπούνι μόνος μου, φτιάχνω σαπούνι, φτιάχνω προζύμι, φτιάχνω μόνος μου καλλυντικά, φτιάχνω στα ρωσικά, исправлять στα ελληνικά
φτιάχνω στα ρωσικά