lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αρπάζω στα γερμανικά

Λέξη:
αρπάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (22):
abfangen, anfassen, angegriffen, anpacken, auffangen, ausgerissen, eingefangen, entreißen, entschlüpfen, entwurzeln, erfassen, ertappen, erwischen, fangen, fassen, gefangen, greifen, halten, haschen, packen, schnappen, zugreifen
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά αρπάζω, αρπάζω την ευκαιρία, αρπάζω συνώνυμα, αρπάζω πούντα, αρπάζω παραγωγα, αρπάζω ομορριζα, αρπάζω στα γερμανικά, abfangen στα ελληνικά
αρπάζω στα γερμανικά