lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αρπάζω στα δανική

Λέξη:
αρπάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (12):
begrine, bevare, fange, fangst, fatte, flakke, få, gribe, holde, nappe, opsnappe, snappe
Σχετικές λέξεις:
δανική αρπάζω, αρπάζω την ευκαιρία, αρπάζω συνώνυμα, αρπάζω πούντα, αρπάζω παραγωγα, αρπάζω ομορριζα, αρπάζω στα δανική, begrine στα ελληνικά
αρπάζω στα δανική