lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αρπάζω στα ουκρανικά

Λέξη:
αρπάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (8):
вирвати, зарубка, підкупити, піймати, спіймайте, спіймати, ловити, плутанина
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά αρπάζω, αρπάζω την ευκαιρία, αρπάζω συνώνυμα, αρπάζω πούντα, αρπάζω παραγωγα, αρπάζω ομορριζα, αρπάζω στα ουκρανικά, вирвати στα ελληνικά
αρπάζω στα ουκρανικά